rai

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rai < λατινική radius

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rai rais

rai (fr) αρσενικό

  1. ηλιαχτίδα
  2. (τεχνολογία) ακτίνα μιας ξύλινης ρόδα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rai (ro)