raincoat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις rain και coat

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
raincoat raincoats

raincoat (en)

  • το αδιάβροχο (ρούχο που φοριέται για να προστατεύει από τη βροχή)