rançonner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

rançonner (fr)

  1. κρατώ κάποιον όμηρο εν όψει της καταβολής λύτρων
  2. περιορίζω την κατανάλωση ενός προϊόντος σε περίοδο έκτακτης ανάγκης

Συγγενικά

[επεξεργασία]