randomly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
randomly < random + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

randomly (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • at random (εμπρόθετος προσδιορισμός)