rapprochement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό) η προσέγγιση
- ↪ It resulted in a rapprochement in the views of the two sides.
- Επήλθε προσέγγιση στις απόψεις των δύο πλευρών.
- ↪ It resulted in a rapprochement in the views of the two sides.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rapprochement (fr) αρσενικό