rapprochement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rapprochement (en) (επίσημο)

  • (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό) η προσέγγιση
    It resulted in a rapprochement in the views of the two sides.
    Επήλθε προσέγγιση στις απόψεις των δύο πλευρών.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rapprochement (fr) αρσενικό