rare
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | rare |
συγκριτικός | rarer |
υπερθετικός | rarest |
Επίθετο[επεξεργασία]
rare (en)
- σπάνιος, που δεν γίνεται, δεν φαίνεται, δεν συμβαίνει κτλ. πολύ συχνά
- ↪ It’s rare for him to be late.
- Είναι σπάνιο ν' αργήσει.
- ↪ It is not a rare occurrence.
- Δεν είναι σπάνιο περιστατικό.
- ↪ Hotels are rare here.
- Τα ξενοδοχεία είναι σπάνια εδώ.
- ↪ It’s rare for him to be late.
- σπάνιος, που υπάρχει μόνο σε μικρούς αριθμούς και επομένως είναι πολύτιμο ή ενδιαφέρον
- ↪ rare books/stamps - σπάνια βιβλία/γραμματόσημα
- ↪ a man with rare abilities - άνθρωπος με σπάνιες ικανότητες
- σενιάν, πολύ λίγο ψημένος, για κρέας που ψήνεται για λίγο, ώστε το εσωτερικό να είναι ακόμα κόκκινο
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rare | rares |
Επίθετο[επεξεργασία]
rare (fr) αρσενικό ή θηλυκό