rasoir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʁɑ.zwaːʁ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rasoir rasoirs

rasoir (fr) αρσενικό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

rasoir (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

 συνώνυμα: agaçant, assommant, ennuyeux, rasant (οικείο)
 αντώνυμα: intéressant

Συγγενικά[επεξεργασία]