ravage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ravagé

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ravage (en)

ravage (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ravage ravages

ravage (fr) αρσενικό

  1. η καταστροφή
  2. η λεηλασία
  3. o χαλασμός
  4. o όλεθρος

Συγγενικά

[επεξεργασία]