re-enactment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
re-enactment re-enactments

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
re-enactment < re- + enactment

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

re-enactment (en)

  • η αναπαράσταση, μια δραστηριότητα που επαναλαμβάνει τις ενέργειες ενός παρελθόντος γεγονότος
    the re-enactment of a crime - αναπαράσταση εγκλήματος