readership

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
readership readerships

Ετυμολογία [επεξεργασία]

readership < reader + -ship

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

readership (en)

  • (συνήθως ενικός) το αναγνωστικό κοινό, ο αριθμός ή ο τύπος των ατόμων που διαβάζουν μια συγκεκριμένη εφημερίδα, περιοδικό κτλ.
    a newspaper/magazine with a large readership - εφημερίδα/περιοδικό με μεγάλο αναγνωστικό κοινό

Πηγές[επεξεργασία]