reboot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
reboot < re- + boot

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɹiːbuːt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

reboot (en)

reboot (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • reboot στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια