recharge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
recharge recharges

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

recharge (fr) θηλυκό

  1. ξαναφόρτωμα
  2. γεμιστήρας