rectification

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rectification (en)

  • η αποκατάσταση
  • η ανασκευή
    He is expected to come forward with a new statement which will contain the necessary rectification.
    (Αυτός) αναμένεται να προβεί σε νέα δήλωση η οποία θα περιέχει την αναγκαία ανασκευή.



      ενικός         πληθυντικός  
rectification rectifications

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rectification < rectifier

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁɛk.ti.fi.ka.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rectification (fr) θηλυκό

  1. η αποκατάσταση
  2. η επανόρθωση
  3. η διόρθωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]