redressement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
redressement redressements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

redressement (fr) αρσενικό

  1. η αναδιάρθρωση
  2. η ανάκαμψη
  3. η ανόρθωση

Εκφράσεις

[επεξεργασία]