referee
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
referee | referees |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]referee (en)
- (αθλητισμός) ο διαιτητής, ρέφερι αθλητικού αγώνα
- ↪ Nobody liked this referee.
- Κανείς δε συμπάθησε αυτόν τον διαιτητή.
- ↪ The referee forgot the player's name.
- Ο διαιτητής ξέχασε το όνομα του παίκτη.
- ↪ Nobody liked this referee.
- (επιστήμες) ο αξιολογητής ακαδημαϊκών εργασιών, συνήθως για δημοσίευση ή παρουσίαση σε συνέδρια