refraction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
refraction | refractions |
refraction (en) θηλυκό
Δείτε επίσης : réfraction |
ενικός | πληθυντικός |
refraction | refractions |
refraction (en) θηλυκό