refute
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | refute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | refutes |
αόριστος | refuted |
παθητική μετοχή | refuted |
ενεργητική μετοχή | refuting |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]refute (en)
- αρνούμαι, διαψεύδω, αντικρούω, ανασκευάζω, αρνούμαι την ορθότητα ή την αλήθεια μιας άποψης
- αποδεικνύω ότι μια άποψη είναι λανθασμένη
- απαρνούμαι