relou

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
relou < verlan του lourd. Η λέξη σημαίνει βαρύς, εννοώντας την παρουσία κάποιου.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /luʁ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
relou relous

relou (fr)

J’y ai assisté, à tes méthodes de drague, figure-toi ! Elles étaient d’un relou ! (Gudule, Le bal des ombres, Mijade, 2008, p. 84).

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]