remain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας remain
γ΄ ενικό ενεστώτα remains
αόριστος remained
παθητική μετοχή remained
ενεργητική μετοχή remaining

remain (en)

  1. παραμένω, μένω, συνεχίζω να είμαι κάτι· είμαι ακόμα στην ίδια κατάσταση
    The meaning remains exactly the same.
    Το νόημα παραμένει ακριβώς το ίδιο.
    I remained standing/in my seat.
    Παρέμεινα όρθιος/στο κάθισμά μου.
    I am remaining sober.
    Μένω ξεμέθυστος.
    They remained silent.
    Έμειναν σιωπηλοί.
    He remained faithful.
    Έμεινε πιστός.
     συνώνυμα: stay
  2. (αμετάβατο) απομένω, υπολείπομαι, συνεχίζει να υπάρχει αφού τα άλλα μέρη έχουν αφαιρεθεί, χρησιμοποιηθεί κτλ.
    How much money remains?
    Πόσα χρήματα έχουν απομείνει;
    Few houses remained after the earthquakes.
    Λίγα σπίτια απόμειναν μετά τους σεισμούς.
    How many bills do you have remaining?
    Πόσα γραμμάτια σου υπολείπονται;
     συνώνυμα: be left
  3. (αμετάβατο) μένω στο ίδιο μέρος· δεν φεύγω
    We remained in the park until nightfall.
    Μείναμε στο πάρκο ώσπου νύχτωσε.
    She must remain in bed for about a week.
    Θα πρέπει να μείνει στο κρεβάτι για καμία βδομάδα.
     συνώνυμα: stay
  4. (αμετάβατο) μένω, υπολείπομαι, που πρέπει ακόμη να γίνει, να ειπωθεί ή να αντιμετωπιστεί
    Nothing remains to be said.
    Δεν μένει να πούμε τίποτα.
    There still remains a lot to do.
    Μένουν πολλά να γίνουν ακόμα.
    There remains much to be done.
    Πολλά υπολείπονται να γίνουν.
     συνώνυμα: be left