rembourser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- rembourser < re- + embourser, βάζω σε μια τσέπη/χρηματοφυλάκιο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʁɑ̃.buʁ.se/
- ⓘ
Ρήμα
[επεξεργασία]rembourser (fr)