remodel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | remodel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | remodels |
αόριστος | remodelled, remodeled |
παθητική μετοχή | remodelled, remodeled |
ενεργητική μετοχή | remodelling, remodeling |
Οι δεύτεροι τύποι, κυρίως στα αμερικάνικα αγγλικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌriːˈmɒd.əl/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˌriːˈmɑː.dəl/ (ΗΠΑ)
Ρήμα
[επεξεργασία]remodel (en)
- ανακαινίζω, αναδιαμορφώνω
- ↪ Rob wanted to remodel his office and make it larger.
- Ο Ρομπ ήθελε να ανακαινίσει το γραφείο του και να το κάνει μεγαλύτερο.
- ↪ Rob wanted to remodel his office and make it larger.
- μεταποιώ