representative
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | representative |
συγκριτικός | more representative |
υπερθετικός | most representative |
representative (en)
- αντιπροσωπευτικός, που αντιπροσωπεύει ένα ευρύτερο σύνολο, τυπικός
- ↪ This painting is representative of his work.
- Αυτός ο πίνακας είναι αντιπροσωπευτικός της δουλειάς του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη characteristic
- ↪ This painting is representative of his work.
- (πολιτική) αντιπροσωπευτικός, για ένα σύστημα διακυβέρνησης που αποτελείται από άτομα που έχουν επιλεγεί για να μιλήσουν ή να ψηφίσουν για την υπόλοιπη ομάδα
- ↪ a representative government - αντιπροσωπευτική κυβέρνηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
representative | representatives |
representative (en)
- ο/η αντιπρόσωπος, ο/η εκπρόσωπος, αυτός που βρίσκεται κάπου με εντολή κάποιου άλλου και ενεργεί για λογαριασμό του
- ↪ a legal representative - νομικός αντιπρόσωπος
- ↪ Their European representative is based in France.
- Ο αντιπρόσωπός τους για την Ευρώπη είναι εγκαταστημένος στη Γαλλία.
- ↪ Representatives of all parties will participate equally in the debate.
- Στη συζήτηση θα συμμετάσχουν ισότιμα οι εκπρόσωποι όλων των κομμάτων.
- (και rep) ο/η πλασιέ, ένα άτομο που εργάζεται για μια εταιρεία και ταξιδεύει πουλώντας τα προϊόντα της
- (πολιτική) το μέλος της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, ο βουλευτής