reprimand

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
reprimand reprimands

reprimand (en)

ενεστώτας reprimand
γ΄ ενικό ενεστώτα reprimands
αόριστος reprimanded
παθητική μετοχή reprimanded
ενεργητική μετοχή reprimanding

reprimand (en)