resident

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: résident
      ενικός         πληθυντικός  
resident residents

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

resident (en)

  1. ο κάτοικος
    a Greek resident of Düsseldorf - Ελληνίδα κάτοικος Ντίσελντορφ
  2. ειδικευόμενος γιατρός