residue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
residue | residues |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]residue (en)
- το υπόλειμμα, το υπόλοιπο μιας αφαίρεσης
- ↪ Hard water leaves residues.
- Το σκληρό νερό αφήνει υπολείμματα.
- ↪ Hard water leaves residues.