responsibility

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

responsibility (en)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • take responsibility for (someone or something): αναλαμβάνω την ευθύνη για κάποιον ή κάτι, αναλαμβάνω να φροντίσω κάποιον κτλ