restant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό restant restants
θηλυκό restante restantes

restant (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
restant restants

restant (fr) αρσενικό

  • το υπόλοιπο
    le restant de ses jours - το υπόλοιπο της ζωής του