restitution

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

restitution (fr) θηλυκό

Προφορά

[επεξεργασία]

/ˌrɛstɪˈtjuːʃ(ə)n/

Ετυμολογία en

[επεξεργασία]

μεσοαγγλικά: restitution < παλαιογαλλικά: restitution ή λατινικά: restitutio(n-) < restituere «αποκαθιστώ» < re- «ξανά, ανα-» + statuere «ιδρύω, εγκαθιδρύω»

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

restitution (en)

  1. αποκατάσταση, επανόρθωση
  2. επιστροφή κλοπιμαίου ή περιουσιακού στοιχείου (πχ. σε περίπτωση κατάσχεσης) στον ιδιοκτήτη
  3. αποζημίωση

αγγλικός ορισμός

[επεξεργασία]
  1. the restoration of something lost or stolen to its proper owner
  2. recompense for injury or loss