restrict

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας restrict
γ΄ ενικό ενεστώτα restricts
αόριστος restricted
παθητική μετοχή restricted
ενεργητική μετοχή restricting

restrict (en)