retardation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]retardation (en)
- η καθυστέρηση, η επιβράδυνση
- το εμπόδιο
- (ψυχολογία) η καθυστέρηση
- mental retardation - νοητική καθυστέρηση
- (φυσική) η επιβράδυνση