retenue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
retenue retenues

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

retenue (fr) θηλυκό

  1. η εγκράτεια
  2. η παρακράτηση, η κράτηση

Μετοχή

[επεξεργασία]

retenue (fr)

  • → δείτε τη λέξη retenir