revert

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
revert reverts

revert (en)

ενεστώτας revert
γ΄ ενικό ενεστώτα reverts
αόριστος reverted
παθητική μετοχή reverted
ενεργητική μετοχή reverting

revert (en)

  1. επαναφέρω
  2. επιστρέφω, επανέρχομαι
  3. (πληροφορική) επαναφέρω λογισμικό ή γενικότερα δεδομένα σε προηγούμενη κατάσταση
     συνώνυμα: downgrade

Συγγενικά

[επεξεργασία]