revolution

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: révolution, Revolution
      ενικός         πληθυντικός  
revolution revolutions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

revolution (en)

  1. (πολιτική) η επανάσταση
  2. η περιστροφή, η στροφή
    the revolution of the earth around the sun - η περιστροφή της γης γύρω από τον ήλιο
    revolutions per minute - στροφές ανά λεπτό
     συνώνυμα:  rotation και turn

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
  • Revolutions Per Minute (RPM)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • revolution στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια