riche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
riche riches

riche (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. πλούσιος, εύπορος
  2. περιεκτικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
riche riches

riche (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]