richten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

richten (de)

  1. φέρνω κάτι στην ευθεία, ισιώνω, ευθυγραμμίζω, διορθώνω
  2. κατευθύνω, στρέφω (κάτι προς κάποιον)
    Der Mord an Österreichs Thronfolger hat die Augen der Welt nach dem Balkan gerichtet (η δολοφονία του διαδόχου της Αυστρίας έστρεψε τα μάτια του κόσμου στα Βαλκάνια)