rind

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rind rinds

rind (en)

ενεστώτας rind
γ΄ ενικό ενεστώτα rinds
αόριστος rinded
παθητική μετοχή rinded
ενεργητική μετοχή rinding

rind (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rind (et)