rival

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

rival (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rival rivals

rival (en)

ενεστώτας rival
γ΄ ενικό ενεστώτα rivals
αόριστος rivaled
παθητική μετοχή rivaled
ενεργητική μετοχή rivaling

rival (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό rival rivaux
θηλυκό rivale rivales

rival (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό rival rivaux
θηλυκό rivale rivales

rival (fr)