rivoluzione

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
rivoluzione rivoluzioni

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rivoluzione (it) θηλυκό

  1. (πολιτική) επανάσταση
  2. περιστροφή