robuste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
robuste < λατινική robustus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁɔ.byst/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
robuste robustes

robuste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]