rodzajnik

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική rodzajnik rodzajniki
γενική rodzajnika rodzajników
δοτική rodzajnikowi rodzajnikom
αιτιατική rodzajnik rodzajniki
οργανική rodzajnikiem rodzajnikami
τοπική rodzajniku rodzajnikach
κλητική rodzajniku rodzajniki


Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rodzajnik (pl) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]