roszada

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
roszada < γερμανική Rochade

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

roszada (pl) θηλυκό