rotule

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rotule < λατινική rotula < rota (ρόδα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁɔ.tyl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rotule rotules

rotule (fr) θηλυκό

  1. (ανατομία) επιγονατίδα, το τριγωνικό οστό
  2. (τεχνολογία) άρθρωση αποτελούμενη από ένα σφαιρικό εξάρτημα που κινείται σε έναν στρογγυλό θάλαμο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]