routine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
routine routines

routine (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη route