royaliste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
royaliste | royalistes |
royaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο βασιλόφρων, ο βασιλόφρονας
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
royaliste | royalistes |
royaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό