rumination

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rumination (en)

  1. μηρυκασμός
  2. βαθιά σκέψη, στοχασμός
  3. επίμονη σκέψη




      ενικός         πληθυντικός  
rumination ruminations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rumination (fr) θηλυκό

  1. o μηρυκασμός
  2. η επίμονη σκέψη

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη ruminer