runaway

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: runway

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
runaway < run (τρέχω) + away (μακριά)

Επίθετο

[επεξεργασία]

runaway (en)

  1. εκτροχιασμένος
  2. ανεξέλεγκτος
  3. (μεταφορικά) άνευ ορίων

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
runaway runaways

runaway (en)

  1. δραπέτης
  2. αφηνιασμένος δρομέας ή αφηνιασμένο ζώο που τρέχει
  3. κάτι που είναι εκτός ελέγχου, που έχει ξεφύγει
  4. για κάτι συνήθως κακό που όταν ξεκινάει φέρνει πολλά άλλα