runner-up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]δεύτερος σε αγώνα | πληθυντικός runners-up http://www.thefreedictionary.com/runner-up
δεύτερος σε αγώνα | πληθυντικός runners-up http://www.thefreedictionary.com/runner-up