s'arrêter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /s‿a.ʁe.te/

s'arrêter (fr)

  1. σταματώ
    il s'est arrêté devant la vitrine - σταμάτησε μπροστά στη βιτρίνα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]