s'embarrasser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- s'embarrasser < embarrasser
Ρήμα
[επεξεργασία]- βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, παιδεύομαι
- ανησυχώ
- παγιδεύομαι
- il s'est embarrassé tout seul dans ses mensonges - παγιδεύτηκε μόνος του με τα ψέματά του
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη embarrasser