sémantique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /se.mɑ̃.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sémantique sémantiques

sémantique (fr) αρσενικό ή θηλυκό